διαπερατότητα

διαπερατότητα
Η ιδιότητα ενός σώματος να διαπερνάται από το νερό. Η ιδιότητα αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία, στην εφαρμοσμένη γεωλογία και στη φυσική (μαγνητική δ.). (Γεωλ.) Διαπερατά πετρώματα θεωρούνται αυτά που επιτρέπουν τη διέλευση του νερού μέσα από τους πόρους τους ή τις ρωγμές τους. Για να θεωρείται ένα πέτρωμα διαπερατό, θα πρέπει οι ρωγμές και οι πόροι του είτε να επικοινωνούν είτε να διαθέτουν ένα ορισμένο μέγεθος. Γι’ αυτό, ενώ ένα πέτρωμα συμπαγές και αδιαπέραστο γίνεται διαπερατό όταν έχει πολλές ρωγμές (π.χ. ο ασβεστόλιθος), αντίθετα η άμμος, που μπορεί να είναι καθαυτό διαπερατή, μπορεί να γίνει αδιαπέραστη όταν περιέχει ορισμένη ποσότητα αργίλου. Η δ. ενδιαφέρει τη γεωλογία στην περίπτωση της ανεύρεσης και του εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων (υδρογεωλογία) και στην περίπτωση της κατασκευής μεγάλων έργων, όπως είναι τα φράγματα (εφαρμοσμένη γεωλογία). Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει ένα αδιαπέραστο υπόστρωμα. Στην περίπτωση της κατασκευής φραγμάτων, αν το υπόβαθρο δεν είναι αρκετά αδιαπέραστο ή παρουσιάζει ρωγμές, γίνονται ενέσεις τσιμέντου για να επιτευχθεί η αδιαβροχοποίησή του και να ενισχυθεί η αντοχή του. (Γεωργ.) Η καλή απόδοση ενός καλλιεργούμενου εδάφους εξαρτάται κατά πολύ από τη δ. του, η οποία επιτρέπει την κυκλοφορία του νερού και του αέρα και συνεπώς τον συνεχή εμπλουτισμό του εδάφους με τα απαραίτητα στοιχεία για τη διατροφή των φυτών. Οι παράγοντες που ευνοούν τη δ. είναι η εναλλαγή του ψύχους και της θερμότητας, του ξηρού και του θερμού κλίματος, γιατί έτσι δημιουργούνται κενά ανάμεσα στους κόκκους του εδάφους. Οι άφθονες βροχές αντίθετα ελαττώνουν τη δ., γιατί ευνοούν την κάλυψη των κενών.
* * *
η
η ικανότητα ή ιδιότητα τών σωμάτων να διαπερνώνται από αέριο, μαγνητική ενέργεια, φως κ.λπ. («κυτταρική, μαγνητική διαπερατότητα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • Κβίνκε, Χάινριχ Ιρενέους — (Heinrich Irenaeus Quincke, 1842 – 1922). Γερμανός γιατρός. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. οίδημα Κ. Με το όνομα του Κ. είναι γνωστό ένα οίδημα των ιστών που οφείλεται σε διαταραχές της αγγειοκινητικής… …   Dictionary of Greek

  • πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • περμαλόυ — το, Ν τεχνολ. σιδηρονικελιούχο κράμα με πολύ υψηλότερη μαγνητική διαπερατότητα από τον καθαρό σίδηρο, που χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή ελασμάτων τών πυρήνων μετασχηματιστών και σε άλλες εφαρμογές …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”